- λαχεναλία
- ηβοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών τής οικογένειας λιλιίδες που περιλαμβάνει 55 περίπου είδη ποωδών βολβόριζων φυτών τής νότιας Αφρικής.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lachenalia < όν. τού W. de Lachenal, Ελβετού βοτανολόγου].
Dictionary of Greek. 2013.